Una poesia intensa e potente, dolce e crudele, la messa a nudo feroce di un grande poeta, Sotirios Pastakas. La poesia “Rapsani” è stata tradotta da Crescenzio Sangiglio, la foto di copertina e le altre foto nella pagina sono di Salvatore Marrazzo. Il suo primo libro italiano “Corpo a corpo” è stato pubblicato lo scorso anno dalla Multimedia Edizioni di Salerno e ha ricevuto nel 2016 il Premio Internazionale NordSud della Fondazione PescarAbbruzzo. La bella registrazione è stata realizzata per Casa della poesia nel 2017 grazie al supporto tecnico di Yiannis Chloptsios.
Sotirios Pastakas
Rapsani
Alla mamma
Una kawasaki nera
inchiodata sui pedali
all’ombra di un olmo,
mille cento cc
seduti per terra,
una mosca sulla faccia
della mamma a sinistra
della mascherina di ossigeno,
a destra della mano sinistra
con l’ago a farfalla
della quadrupla infusione intravena
poco più in su
del catetere.
Adesso si sbarazza delle lenzuola
come si spogliava in nostra presenza
nel capanno di paglia
a Tsàghesi: poichè
aveva visto il sole
starsene immobile
sopra la città di
Làrissa esattamente
a mezzogiorno
e noi vedemmo per la prima volta
il culo ignudo
di nostra madre
e odorava di umida sabbia
quella fessura
tra le sue cosce,
sentor di canne
e paglia secca,
una fetta di melone
in mezzo alle sue cosce,
sentor di neve giovinetta,
come odora la campagna
le felci, gli escrementi,
le mosche cavalline, il pane
appena sfornato, il pomodoro
addentato a piena bocca
quando ci imboccava
con le sue mani.
E come teniamo in mano
stretta la pesca
un attimo prima di morderla,
tutta la notte le stringevo
la mano che voleva
strappare i tubicini
dell’ossigeno dal naso,
il catetere dalla fica,
la fica di nostra madre:
sapor di melomakàrono
e kurabiès al burro,
una fetta di pane spolverata
di zucchero e olio, talvolta
di cacao, uova strapazzate
rosse di pomodoro,
col materasso sul pavimento
in mezzo alla puzza dei piedi
non lavati e dei calzini frusti,
odor di focaccia al formaggio,
quando la prima volta vedemmo
il culo di nostra madre,
burek e sàmali,
turdilli e ravanì,
gombi e carciofi,
le sue due chiappe
con l’odor del mare
marcio e della stella marina
prosciugata sotto il sole,
pane ammuffito
e feta ammuffita.
Ed erano una volta verdi
le acque e azzurre e chiare
a Tsàghesi, poi,
quando diventò Stòmio
papà ci trasferì
in una stanza in affitto.
Quel capanno accanto all’onda
rivendicarono quelli che
non avevano ancora una radio,
non andavano a prendere
pile all’edicola
insieme ai Topolino e ai romanzi,
il commissario Maigret,
i primi Asterix
e Al Bano –
ormai diventava cosa corrente
costruire alloggi abusivi
da Ajòkambos
a Velìka, Xinò Nerò
fino a Messàgala,
a Nei Pòri,
Platamonas
e, più oltre: Skotìna,
Leptokarià, Litòchoro
e il litorale di Katerini.
Dovunque io volga lo sguardo
oggi che la mamma sta morendo
tutte le case sono aperte,
tutte le spiagge occupate,
il popolo abbandonato
al divino mese di luglio,
dopo aver vissuto l’epopea
della casa di campagna,
dal capanno di paglia
alle camere in affitto,
e edificato senza corrente
elettrica, senza acqua, fuori piano
regolatore, sì, e fuori da Làrissa città,
all’ombra delle buganvillee
dei gelsomini e degli alberi da frutta,
le unghie rosse dei piedi,
e sistemata un po’ la cellulite
alle cosce e al pancino,
madri che si portavano le pettinatrici
da una casa all’altra, si smagliavano
(facilmente si smagliavano)
i primi collant, perdevano le maglie
si rammendavano.
Preparavano la dote
con le Singer a pedale,
cucivano, scucivano, ricamavano,
aprivano una finestra
all’iniziale pianta della “villa”,
vi aggiungevano un terrazzino,
una piccola veranda, una scala a corda
(erano testardi i loro mariti,
ma obbedienti: compravano la carne dal macellaio
e portavano sempre una scatola
di pasticcini la domenica e le feste).
Ci crescevano a furia di botte sul sedere,
ci punivano, ci smerdavano
ed era instancabile la nostra mamma:
erano lucide le sue ginocchiere
lungo i tornanti
mentre guidare la moto
che la portava a Rapsani
a gustarsi poi un cipuro
con noi in dolce compagnia sulla piazza,
sotto i platani che stormivano
e l’Orologio Comunale, prima di salire
da sola la strada per Sant’Attanasio,
su sedie di vimini
aveva sistemato il culo,
quello che mi aveva svelato
quando avevo otto anni
a Tsàghesi e quello che adesso
mi mostra all’Ospedale Generale
di Làrissa, e ancora mi ubriaca,
col flusso dell’acqua
chiara che scorre nel solco,
quell’odore proprio
della sacca per urine,
gli umori della carne
febbricitante, lo strazio
degli intestini, le feci,
le salive, le secrezioni,
il fetore del fico
che spinge i suoi rami
attraverso le finestre
della casa sventrata,
un insistente ronzio di mosche,
innumerevoli mosche
che hanno invaso all’improvviso
la corsia a quattro letti
dei moribondi. Così,
come la nostra mamma
anche le mamme degli altri
abbandonano la vita,
ognuna nel proprio letto
con una bracciata di aghi di pino,
un fascio di paglia nelle mani,
un ciuffo di foglie di tabacco,
con gli aghi delle querce
a bruciar loro ancora le dita,
la teglia uscita dal forno
per il pranzo della domenica,
le ferite aperte
per le parole che talora nella rabbia
pronunciammo, tutti noi,
un mazzetto di origano,
un grembiule pieno di arance,
nella mano un solo, orgoglioso
melograno per il Capodanno,
e un cero per la Pasqua
per sempre acceso nella nostra memoria.
Mamma, smettila di giocare a nascondino.
Sei la mosca
immobile sopra il nostro naso
ogni volta che ci svegliamo
a mezzogiorno inoltrato la domenica
a Rapsani.
Traduzione Crescenzio Sangiglio
Σωτήρης Παστάκας
ΡΑΨΑΝΗ
στη Μαμά
Μια μαύρη Καβασάκι
καθηλωμένη στο πεντάλ της
στον ίσκιο ενός καραγάτσι,
χίλια εκατό κυβικά
καθισμένα στο έδαφος,
μια μύγα στο πρόσωπο
της μαμάς αριστερά
της μάσκας οξυγόνου,
δεξιά απ’ το αριστερό χέρι
με την πεταλούδα
του τετραπλού ορού,
λίγο πιο πάνω
από τον καθετήρα.
Πετάει τα σεντόνια τώρα
όπως γδύνονταν μπροστά μας
στην αχυρένια καλύβα
στο Τσάγεζι: επειδή
είχε δει τον ήλιο
να στέκεται ακίνητος
πάνω από την πόλη
της Λάρισας, στις δώδεκα
ακριβώς το μεσημέρι,
κι εμείς πρωτοείδαμε
για πρώτη φορά
γυμνό τον κώλο
της μάνας μας
και μύριζε νοτισμένη άμμο
εκείνη η σχισμή
ανάμεσα στα μπούτια της,
οσμή από καλαμιές
και ξεραμένα άχυρα,
μια φέτα πεπόνι
ανάμεσα στα μπούτια της,
οσμή νιόκοπου χιονιού,
όπως μυρίζει η εξοχή
οι φτέρες, τα κουράδια,
οι χρυσόμυγες, η φρέσκια
φραντζόλα, η ντομάτα
που δαγκώνεται ολόκληρη
όταν μας τάιζε
με τα χέρια της.
Όπως κρατάμε το γιαρμά
ακίνητο στο ένα μας χέρι,
μια στιγμή πριν τον δαγκώσουμε,
όλη τη νύχτα βαστούσα
το χέρι της που ήθελε
να βγάλει τα σωληνάκια
οξυγόνου από τη μύτη της,
τον καθετήρα απ’ το μουνί της,
το μουνί της μάνας μας:
γεύση μελομακάρονου
και κουραμπιέ βουτύρου,
μια φέτα ψωμί πασπαλισμένη
ζάχαρη και λάδι, ενίοτε
με κακάο, αυγά στραπατσάδα
με κόκκινη ντομάτα,
στρωματσάδα στο πάτωμα,
ανάμεσα σε οσμές άπλυτων
ποδαριών και χιλιοφορεμένα
τσουράπια, οσμή τυρόπιτας,
όταν είδαμε πρώτη φορά
τον κώλο της μάνας μας,
μπουρέκι και σάιμαλι,
φοινίκι και ραβανί,
μπάμιες και αγκινάρες,
τα δυο της κωλομέρια
με την οσμή της σαπισμένης
θάλασσας και του αστερία
όταν στεγνώσει στον ήλιο,
μουχλιασμένο ψωμί
και φέτα τυρί που πρασίνισε.
Ήτανε πράσινα κάποτε
τα νερά και γαλάζια
στο Τσάγεζι, έπειτα,
όταν έγινε Στόμιο
ο πατέρας μάς μετέφερε
σε ενοικιαζόμενο δωμάτιο.
Την καλύβα δίπλα στο κύμα
την διεκδικήσαν αυτοί
που ακόμη δεν είχαν ραδιόφωνο,
δεν περνούσαν να πάρουν
μπαταρίες απ’ το περίπτερο
μαζί με μικυμάους και ρομάντζα,
τον επιθεωρητή Μαιγκρέ,
με τα πρώτα Αστερίξ
και τον Αλ Μπάνο-
είχε αρχίσει πλέον η επικράτηση
των αυθαίρετων κτισμάτων
από τον Αγιόκαμπο
στη Βελίκα, το Ξυνό Νερό
μέχρι τα Μεσάγκαλα,
τους Νέους Πόρους,
τον Πλαταμώνα
και πιο πέρα: Σκοτίνα,
Λεπτοκαρυά, Λιτόχωρο
και παραλία Κατερίνης.
Όπου και να γυρίσω το βλέμμα μου
σήμερα που η μαμά χαροπαλεύει,
όλα τα σπίτια είναι ανοιχτά,
όλες οι πλαζ κατειλημμένες,
ο κοσμάκης παραδομένος
στον θείο Ιούλιο μήνα,
αφού έζησε την εποποιία
της εξοχικής κατοικίας,
απ΄ την αχειροποίητη καλύβα
στα ενοικιαζόμενα,
κι έκτισε χωρίς ρεύμα,
χωρίς νερό, εκτός σχεδίου
ναι, κι εκτός πόλεως Λάρισας,
στη σκιά της βουκαμβίλιας
του γιασεμιού και των οπωροφόρων,
τα κόκκινά νύχια των ποδιών,
συμμάζεψε την κυτταρίτιδα
απ’ τους μηρούς και την κοιλίτσα,
μάνες που έφερναν τις κομμώτριες
από σπίτι σε σπίτι, έσχιζαν
(σχίζονταν εύκολα τα πρώτα)
καλτσόν, έχαναν πόντους,
τους ξανακέρδιζαν με το μαντάρισμα.
Έφτιαναν τα προικιά
σε Singer μηχανές ποδοκίνητες,
έραβαν, ξήλωναν, κεντούσαν,
άνοιγαν ένα παράθυρο
στο αρχικό σχέδιο της «βίλας»,
πρόσθεταν ένα μπαλκονάκι,
μια βεραντούλα, μια ανεμόσκαλα
(οι σύζυγοι τους ήταν ξεροκέφαλοι
μα υπάκουοι: ψώνιζαν στο χασάπη
κι έφερναν πάντα μια κούτα
με πάστες Κυριακές και σχόλες).
Μας μεγάλωναν με ξυλιές στον ποπό,
μας τιμωρούσαν, μας ξεσκάτιζαν
κι ήταν ακάματη η μαμά μας:
σπινθήριζαν οι επιγονατίδες της
στις φουρκέτες
καθώς οδηγούσε τη χιλιάρα
που την έφερνε στη Ραψάνη,
να πιει αργότερα ένα τσίπουρο
παρεΐτσα μαζί μας στην πλατεία,
κάτω απ’ τα πολύβουα πλατάνια
και το Κοινοτικό Ρολόι, πριν πάρει
το δρόμο μόνη της για τον Άγιο Αθανάσιο,
την ανηφόρα, σε ψάθινες καρέκλες
είχε βολέψει τον κώλο της,
αυτόν που μου αποκάλυψε
όταν ήμουν οκτώ χρονών
στο Τσάγεζι, κι αυτόν που μου δείχνει
τώρα στο Γενικό Νοσοκομείο
της Λάρισας, και με μεθά ακόμα,
με τη ροή που έχει το γάργαρο
νερό σαν τρέχει στο αυλάκι,
αυτή την συγκεκριμένη οσμή
του ουροσυλλέκτη,
την απόπνοια της πυρέσσουσας
σάρκας, το σπάραγμα
των εντέρων, τα κόπρανα,
τα σάλια, οι εκκρίσεις,
η αποφορά της συκιάς
που απλώνει τα κλαδιά της
μες απ’ τα παράθυρα
ξεκοιλιασμένης οικίας,
ένα επίμονο βουητό από μύγες,
αμέτρητες μύγες
που έχουν εισβάλλει ξαφνικά
στο τετράκλινο δωμάτιο
των ψυχορραγούντων. Έτσι,
όπως φεύγουν απ’ τη ζωή
η μαμά η δικιά μας
και οι μαμάδες των άλλων,
η κάθε μια στο δικό τους κρεβάτι,
με τις πευκοβελόνες αγκαλιά,
ένα δεμάτι άχυρα στα χέρια,
μια αρμαθιά καπνά,
με τις βελόνες των βελανιδιών
να τους καίνε ακόμα τα δάκτυλα,
το ταψί που βγήκε απ’ το φούρνο
με το Κυριακάτικο γεύμα,
τις ανοιχτές πληγές
απ’ τα λόγια που της είπαμε
κάποια φορά θυμωμένοι, όλοι μας,
ένα ματσάκι ρίγανη,
μια ποδιά γεμάτη πορτοκάλια,
ένα και μόνο περήφανο ρόδι
για την Πρωτοχρονιά στο χέρι,
και μια λαμπάδα της Λαμπρής
άσβεστη στη μνήμη μας για πάντα.
Μαμά, σταμάτα το κρυφτούλι.
Είσαι η μύγα
που ακινητεί στη μύτη μας
κάθε φορά που ξυπνάμε
προχωρημένο μεσημέρι Κυριακής
στη Ραψάνη.
Leggi di più su Sotirios Pastakas
Lascia un commento